- ξορκιστής
- ο , ξορκίστρα η заклинатель, -ница
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξορκιστής — ο, θηλ. ξορκίστρα βλ. εξορκιστής … Dictionary of Greek
(ε)ξορκιστής — ο που εξορκίζει τα πονηρά δαιμόνια, που κάνει εξορκισμούς (ξόρκια, μάγια): Σαν κάποιος μάγος κι εξορκιστής ο Δάσκαλος (Κ. Χρηστομάνος). ξορκιστής ο αυτός που κάνει ξόρκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξορκιστής — και ξορκιστής, ο (θηλ. ξορκίστρα) (AM ἐξορκιστής) αυτός που εξορκίζει, που διώχνει με εξορκισμό πονηρά πνεύματα μσν. ο ιερέας που προετοίμαζε τους κατηχουμένους για το βάπτισμα … Dictionary of Greek